Γρηγόρης Μπιθικώτσης!!! Αξεπέραστος!!! Μοναδικός!!! Κορυφαίος!!! Δεν είναι τυχαίο που κάποτε, η χορωδία τού ρωσικού στρατού, μελετούσε την Δεδομένη, Απαράμιλλη, Ερμηνευτική Δεινότητα του! Ξεχωριστός!!! Ακόμα Εξαίρετος!!! Μουσικοσυνθέτης!!! Ανθρώπινος!!! Αθάνατος!!!
🔺Σημείωμα Από Την Επανεκδόση Σε cd : Τα τραγούδια του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ και ιδιαίτερα η ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση με συνοδεία ορχήστρας μπουζουκιών προκάλε σαν πολλές συζητήσεις. Τα προβλήματα του λαϊκού, του ρεμπέτικου τραγουδιού αντιμετωπίστηκαν πολύμορφα και σε διαφορετικά επίπεδα. Όσο κι αν από τη συζήτηση έλειψε μερικές φορές η ψυχραιμία, ωστόσο έμεινε τούτο το κέρδος: ένα τμήμα του λαϊκού μας πολιτισμού αποτέλεσε το αντικείμενο μιας πρώτης ουσιαστικής μελέτης. Συνεντεύξεις, επιστολές, απόψεις, διάλογοι δημοσιεύτηκαν σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες (Αυγή, Ανεξάρτητος Τύπος, Δρόμοι της Ειρήνης, Το Πρώτο, Επιθεώρηση Τέχνης, κ.ά.). Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ που διηύθυνα εγώ με εκτελεστές τον Μπιθικώτση, τον Χιώτη και τα λαϊκά όργανα, δέχθηκε συγκεντρωμένα πυρά. Βέβαια, τα διάφορα κείμενα που χτυπούσαν την έκδοση αυτή του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ παρουσιάζουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, τόσο στο ύφος και στα επιχειρήματα που αναπτύσσουν, όσο και στις διαφαινόμενες προθέσεις εκείνων που τα έγραψαν. Ορισμένα από τα κείμενα αυτά προσπαθούν έμμεσα να με «μειώσουν» και με αντιπαραθέτουν στον Μάνο Χατζιδάκι, φίλο μου αγαπημένο που εκτιμώ και θαυμάζω. ...Έρχομαι τώρα στα μπουζούκια. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο, πολυσύνθετο και δύσκολο πρόβλημα. Δύσκολο γιατί είναι και καλλιτεχνικό-μουσικό αλλά και κοινωνικό. Εγώ ο ίδιος έχω πάρει απέναντί του κατά καιρούς στάσεις διαμετρικά αντίθετες. Υπήρξα εχθρός τους. Υπήρξα φίλος τους. Προσπάθησα να τα εξηγήσω, να τα δικαιολογήσω, συγκεκριμένα σε τρία άρθρα στη Νέα Εποχή (νομίζω στα 1950-51). Ενώ αργότερα απέρριψα την επιρροή τους (Ελληνική Μουσική έτος μηδέν, Κριτική 1958). Αυτό σημαίνει αφ' ενός μεν ότι το θέμα τούτο με καίει, με βασανίζει, αφ' ετέρου δε ότι δεν έχω καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα. Είναι πιθανόν αύριο, κάτω από νέα δεδομένα να τα αποκηρύξω με τον ίδιο φανατισμό με τον οποίο σήμερα τα στηρίζω. Δεν ντρέπομαι καθόλου που ομολογώ όλες αυτές τις αντινομίες, τις αντιφάσεις, γιατί ξέρω ότι κάθε στιγμή προσπαθώ με σκέψη τολμηρή, τίμια και απαλλαγμένη από κόμπλεξ, προκαταλήψεις και δογματισμούς να προχωρήσω στην ουσία των πραγμάτων. Αυτό βέβαια δε σημαίνει καθόλου ότι έχω πάντοτε δίκιο. Κάθε άλλο. Αλλά, ας μου συγχωρεθεί η σιγουριά μου, νομίζω ότι βρίσκω τη στάση μου αυτή πιο σεμνή, πιο πηγαία, πιο ανθρώπινη από μια γνωστή στάση που με μια μονοκοντυλιά δίχως ενδοιασμούς και προβληματισμούς - διέγραψε μια για πάντα και από κάθε άποψη ένα μουσικό είδος, ένα μουσικό σύμπαν, που είτε το θέλουμε είτε όχι έχει μια ζωή, υπήρξε, υπάρχει, στο παρελθόν, στο παρόν και πιθανώς στο μέλλον. Και διατυπώνω μιαν ερώτηση σαφή, στην οποία θα 'πρεπε να δοθεί μια εξίσου σαφής απάντηση: Οι επικριτές των μπουζουκιών δεν παραδέχονται καμιάν απολύτως από τις 10-20 γνωστότερες λαϊκές μελωδίες; Κι αν όχι, για ποιον λόγο; Και για να περιορίσουμε και διασαφηνίσουμε τον κύκλο: Πιστεύουν ή όχι ότι οι έξι λαϊκές μελωδίες που πήρε ο Χατζιδάκις κι έκανε τις έξι λαϊκές ζωγραφιές είναι ή όχι μελωδικά αριστουργήματα;
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΣΚΟΥ ΠΟΥ ΜΕΡΙΚΑ ΤΑ ΑΓΝΟΟΥΣΑ ΚΑΙ ΒΛΕΠΩ ΕΝΑΝ ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΤΕΡΑΣΤΙΩΝ ΣΥΝΘΕΤΩΝ ΠΟΙΟΝ ΝΑ ΠΡ ΩΤΟΘΑΥΜΑΔΕΙΣ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΜΕ ΛΥΠΕΙ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΜΑΝΟΣ ΒΙΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ ΤΙ ΕΙΧΕ ΑΚΟΜΗ ΝΑ ΜΑΣ ΔΩΣΕΙ ΘΕΣ ΝΙΚΗ 12 4 2024
Χωρις το Μπιθικώτση, αυτό το έργο θα είχε περάσει έτσι... Αυτή η αδιανότητη φωνή απο το 60 έω;ς το 70 στιγμάτισε ανεπανάληπτα το ελληνικό τραγούδι για πάντα και έβαλε τον πηχη σε σημειο αξεπέραστο. Ευτυχώς ο Μικης που είχε την ευφυία να το δει.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ: ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΕΠΟΧΗΣ Σεπτέμβριος 1960: κυκλοφορούν σε δίσκους οκτώ τραγούδια από τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ του Γιάννη Ρίτσου. Ο Σύλλογος των Κρητών Σπουδαστών αποφάσισε να παρουσιάσει τα τραγούδια του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ σε μια δημόσια εκδήλωση όπου θα δινόταν στο συνθέτη η ευκαιρία να αναπτύξει τις απόψεις του για το λαϊκό τραγούδι. Στην ίδια συγκέντρωση μίλησαν ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Φοίβος Ανωγειανάκης. Στην εφημερίδα Αυγή δημοσιεύτηκε το πιο κάτω ρεπορτάζ: Χθες το βράδυ στην αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου (Χρ. Λαδά 2) και με πρωτοβουλία του Συλλόγου Κρητών Σπουδαστών τιμήθηκε ένας από τους νεώτερους και πιο αξιόλογους Έλληνες συνθέτες, ο Μίκης Θεοδωράκης. Πρώτος ομιλητής ήταν ο μουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης (...) και σε συνέχεια ανέβηκε στο βήμα ο γνωστός συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις. «Με τον Θεοδωράκη, είπε, γνωριζόμαστε από παιδιά. Μαζί ακούγαμε τα πρώτα λαϊκά μοτίβα, μαζί ενθουσιαστήκαμε, μαζί απογοητευτήκαμε. Παρ' όλους όμως τους διαφορετικούς δρόμους που πήραμε, μπορεί ο ένας να συγκινεί τον άλλον. Η σειρά των λαϊκών τραγουδιών που εκδόθηκε τώρα του Θεοδωράκη είναι υπόδειγμα λαϊκού τραγουδιού με την πλατύτερη έννοια. Οι δυο εκδόσεις του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ διαφέρουν. Η μία με τη Νάνα Μούσχουρη έχει λυρικό χαρακτήρα χωρίς να χάνει τη λαϊκότητά της. Η άλλη έχει λαϊκή μουσική, μεταχειρίζεται βασικά τα μπουζούκια και τραγουδάει ο Μπιθικώτσης. Το θαυμάσιο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ, γνωστό σε όλους, έγινε μια σειρά τραγούδια που δείχνουν ότι ο συνθέτης ξέρει να δώσει περισσότερα απ' όσα ένα τραγούδι. Εγώ αυτό το «περισσότερα» είδα και αυτό θέλησα να δώσω με την εκτέλεση από τη Νάνα Μούσχουρη. Για πρώτη φορά έχουμε συνθέτη που βασίζεται απόλυτα στη λαϊκή μουσική. Με πολύ απλές μελωδίες καταφέρνει να ολοκληρώσει το τεράστιο θέμα του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ. Κάτω από τη μελωδία υπάρχει το υπέροχο ποίημα του Ρίτσου, που τη σημασία του δεν μπορεί να τη συλλάβει κανένας έξω απ' τον τόπο αυτό. Ο Θεοδωράκης έχει βαθιές ρίζες και η θητεία του στη σοβαρή μουσική του έδωσε τη δυνατότητα να εκφράζει με λιτά μέσα πολλά πράγματα. Ο Θεοδωράκης μας έδωσε επίσης τη θαυμάσια «Μυρτιά», τη «Δραπετσώνα» και το «Μάνα μου και Παναγιά» σε στίχους Λειβαδίτη. Εύχομαι να συνεχίσει να είναι πάντα το ίδιο ζωντανός και αληθινός όπως ως τώρα». Μετά τον Μάνο Χατζιδάκι ανέβηκε στο βήμα ο Μίκης Θεοδωράκης. Δίνουμε μια ευρεία περίληψη από την ομιλία του. ...Έρχομαι τώρα στις δύο εκτελέσεις του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ. Ευθύς μόλις καθαρόγραψα τις εφτά μελωδίες του αργότερα εδώ πρόσθεσα και την όγδοη- τις έστειλα σε δύο ανθρώπους στην Αθήνα: στον Γιάννη Ρίτσο και στον Μάνο Χατζιδάκι. Αυτό δείχνει τη μεγάλη εκτίμηση που έχω σ' αυτόν τον τελευταίο καθώς και την εμπιστοσύνη μου ότι δεν θα αλλοίωνε το χαρακτήρα του έργου. Του υποδείκνυα μονάχα πως θα το 'θελα με σκέτα μπουζούκια. Τα χρόνια πέρασαν κι ωστόσο δε γίνηκε τίποτα. Κατέβηκα φέτος με τη σκέψη να το γράψω με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Τον ήξερα απ' τον στρατό κι αυτό, τουλάχιστον για μένα, τα λέει όλα γιατί ήξερα πως είχα να κάνω μ' έναν άνθρωπο της γενιάς μου, δηλαδή μ' έναν που να 'χει πολύ υποφέρει και πιο πολύ ελπίσει. Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ για μένα δεν ήταν ένα όποιο καλό ή κακό τραγούδι αλλά ένας θρήνος πραγματικός. Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ήταν καθήκον, ήταν ευγνωμοσύνη, ήταν όρκος - κι εγώ ήμουν χαρούμενος γιατί είχα βρει τον άνθρωπό μου, αυτόν που με φωνή λεβέντικη και φωτεινή θα έκανε αυτές τις προσωπικές, τις ατομικές ελπίδες παλ- λαϊκά τραγούδια. Στο μεταξύ ακούω τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη και ειλικρινά γοητεύομαι. Κι όταν ο Χατζιδάκις την επρότεινε για τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, είδα αμέσως το τεράστιο κέρδος για το έργο αυτό: ένας άλλος ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ, λυρικός, επιθαλάμιος, επιτάφιος αδελφής σε αδελφό και αγαπημένης σε αγαπημένο πιότερο, παρά μάνας σε γιο. ...Για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση σας μίλησα ήδη. Για μένα η φωνή του Μπιθικώτση έχει μιαν άλλη ομορφιά. Γιατί είναι ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του. Είναι ο βαρκάρης, ο ζευγάς, ο σωφέρ, οι φοιτητής, ο φαντάρος, ο εμποράκος είναι ο Νεοέλληνας είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Κι αν ο πρώτος ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ είναι λυρικός και επιθαλάμιος, ο δεύτερος είναι για τις αγορές και τα σοκάκια, εκεί που το παλικάρι λαχάνιασε και αγάπησε, πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά. (Αυγή 6, 7, 8/10/1960)
...Λέμε ότι δεν κάνει το ράσο τον παπά. Το ίδιο και το μπουζούκι δεν κάνει a priori τον ρεμπέτη. Όπως σε όλα τα έργα τέχνης, η ποιότητα του ίδιου του έργου, του περιεχομένου, είναι το μόνο αξιόλογο και σοβαρό κριτήριο. Μπορεί να 'ναι Συμφωνία, Κοντσέρτο ή Σονάτα και να μην υπάρχει ίχνος έμπνευσης μουσικής. Και μπορεί να 'ναι Συρτός, Μπάλος ή Ζεϊμπέκικο και να 'ναι γεμάτο μουσική, γεμάτο έμπνευση. Αν βάζαμε όλα τα πρώτα σε μια κατηγορία και όλα τα δεύτερα σε μιαν άλλη, υποδεέστερη, τότε θα κάναμε μουσικό ρατσισμό! Όντας φανατικός αντιρατσιστής και έχοντας συνειδητοποιήσει από πού προέρχεται ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ οδηγήθηκα υπεύθυνα και σοβαρά στο λαϊκό περίβλημα και συνοδεία, δηλαδή στο μπουζούκι. Αυτό αν θέλετε υπήρξε και μια ανάγκη αλλά και ένα πείραμα. Δηλαδή είναι ακόμη ένα πρόβλημα, που νομίζω ότι θα βρει την απάντησή του με τον καιρό. Η σκέψη μου είναι η εξής: Μπορούμε να πάρουμε ό,τι καλό υπάρχει στο όργανο αυτό, το μπουζούκι, ό,τι καλό υπάρχει στους ρυθμούς, στους μελωδικούς τρόπους, στο στυλ της λαϊκής μουσικής και δίνοντάς του ένα καινούριο περιεχόμενο (στην περίπτωσή μου η ποίηση του Ρίτσου, του Γκάτσου, του Λειβαδίτη) να δώσουμε μια νέα ώθηση στο λαϊκό τραγούδι; Βρισκόμαστε στα πρώτα μας βήματα, με αμφιβολίες, με ελπίδες, με φόβους. Τι ζητάμε; Λίγη κατανόηση και λίγη πίστωση χρόνου. Πολλοί άλλοι μας κατανοούν. Δεν μιλώ για όσους αγάπησαν αμέσως τον Μπιθικώτση και είναι αμέτρητοι! Μιλώ γι' αυτούς που σοκαρίστηκαν, που ενοχλήθηκαν. Μας κατανοούν και μας χαρίζουν την εμπιστοσύνη τους. Όντας λοιπόν ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ο μπιθικώτσικος ένα πείραμα για μένα, αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται να σταθώ εκεί πέρα, αλλά να προχωρήσω προς άλλη κατεύθυνση τώρα που είμαι πλουτισμένος με μια τόσο πλούσια και διδακτική εμπειρία. Πράγμα που έκανα ήδη πριν φύγω από την Αθήνα. Επιχείρησα έτσι μια νέα μορφή συνοδείας που να συνδυάζει τα τυπικά γνωρίσματα του μπουζουκιού μαζί με ένα νέο χρώμα: τα έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας. Μια καινούρια ποιότητα τόσο σε χρώμα όσο και σε ουσιαστική μελωδική συνοδεία νομίζω ότι επιτεύχθηκε στη νέα έκδοση αυτή του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ που έκανα στην Columbia με τραγουδίστρια τη Μαίρη Λίντα. Όμως, αν ήθελα να ασχοληθώ αποκλειστικά με τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, θα μπορούσα να γράψω δεκάδες, εκατοντάδες ίσως νέες ενορχηστρώσεις, κυνηγώντας πάντοτε μια νέα ιδανική μορφή, που να μην προδίδει το λαϊκό τραγούδι, αλλά που να του δίνει κάθε φορά μια καινούρια πρωτότυπη γεύση. Κι αν όμως υπάρξουν και εκατό τέτοιες «εκδόσεις», ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ δεν παύει να είναι ένας και μόνο. ...Υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Αθήνα τουλάχιστον τρεις μαγνητικές ταινίες όπου τραγουδώ εγώ ο ίδιος τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ και όπου μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει ότι η Μούσχουρη και εν γένει η φωνοληψία στη Fidelity ακολουθεί φράση με φράση και αναπνοή με αναπνοή την ερμηνεία μου. Συγκρίνοντάς την όμως και με την έκδοση της Columbia θα διαπιστώσει ότι επίσης και σ' αυτήν ο Μπιθικώτσης ακολουθεί την πρωταρχική μου εκτέλεση το ίδιο, φράση με φράση και αναπνοή με αναπνοή. Λυπάμαι που δεν μπόρεσαν να διακρίνουν ότι με όλο το χάσμα που τους χωρίζει, η Μούσχουρη και ο Μπιθικώτσης (όπως και η Μαίρη Λίντα στη νέα μας έκδοση) τραγουδούν στο βάθος με τον ίδιο τρόπο, προσπαθούν να πλησιάσουν στο ίδιο πρότυπο που είναι στην προκειμένη περίπτωση η συγκεκριμένη ιδέα που έχω για το πώς πρέπει να τραγουδιέται η λαϊκή μας μουσική. ... Έρχομαι τώρα τους στίχους του Ρίτσου. Δε νομίζω πως υπάρχει μεγαλύτερη δόξα για έναν ποιητή - ακόμα και τον πιο μεγάλο από το να τραγουδιέται από το λαό. (...) Υπάρχει λέξη μήπως μέσα στον Μπιθικώτση που να μην λέγεται καθαρά, σωστά και με το αληθινό της συναισθηματικό της νόημα; Υπάρχει φράση που να μην ακολουθεί πιστά, σχολαστικά το κείμενο, που να μην το χρωματίζει, που να μην κάνει σπαραχτικότερο το σπαραγμό και την απελπισία πιο απελπισμένη; Έχετε καλό αισθητήριο, έχετε καλή θέληση; Πέστε μας τότε συγκεκριμένα, χειροπιαστά, πού, σε ποια λέξη, σε ποιο νόημα προδόθηκε η ποίηση του Ρίτσου. Κι όταν ο Μπιθικώτσης αρχίζει με το «Γιε μου, ποια μοίρα στο 'γραφε» και δεν αισθάνεστε ηλεκτρική εκκένωση από συγκίνηση, τότε απαραιτήτως δύο τινά θα πρέπει να συμβαίνουν: ή εσείς ή εγώ, πάντως ένας από τους δυο μας, δεν καταλαβαίνει από μουσική. Εύχομαι να είμαι εγώ, που στο κάτω κάτω δεν έχω καμιά υπεύθυνη θέση, δε διαφωτίζω τους άλλους και ό,τι κι αν κάνω, κακό του κεφαλιού μου μονάχα κάνω... Μίκης Θεοδωράκης, Παρίσι 21/10/1960, Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 73-74, τ. ΙΓ, σελ. 75)
Γρηγόρης Μπιθικώτσης!!! Αξεπέραστος!!! Μοναδικός!!! Κορυφαίος!!! Δεν είναι τυχαίο που κάποτε, η χορωδία τού ρωσικού στρατού, μελετούσε την Δεδομένη, Απαράμιλλη, Ερμηνευτική Δεινότητα του! Ξεχωριστός!!! Ακόμα Εξαίρετος!!! Μουσικοσυνθέτης!!! Ανθρώπινος!!! Αθάνατος!!!
ΣΥΜΦΩΝΏ ΑΠΌΛΥΤΑ!!!
🔺Σημείωμα Από Την Επανεκδόση Σε cd :
Τα τραγούδια του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ και ιδιαίτερα η ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση με συνοδεία ορχήστρας μπουζουκιών προκάλε σαν πολλές συζητήσεις. Τα προβλήματα του λαϊκού, του ρεμπέτικου τραγουδιού αντιμετωπίστηκαν πολύμορφα και σε διαφορετικά επίπεδα. Όσο κι αν από τη συζήτηση έλειψε μερικές φορές η ψυχραιμία, ωστόσο έμεινε τούτο το κέρδος: ένα τμήμα του λαϊκού μας πολιτισμού αποτέλεσε το αντικείμενο μιας πρώτης ουσιαστικής μελέτης. Συνεντεύξεις, επιστολές, απόψεις, διάλογοι δημοσιεύτηκαν σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες (Αυγή, Ανεξάρτητος Τύπος, Δρόμοι της Ειρήνης, Το Πρώτο, Επιθεώρηση Τέχνης, κ.ά.). Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ που διηύθυνα εγώ με εκτελεστές τον Μπιθικώτση, τον Χιώτη και τα λαϊκά όργανα, δέχθηκε συγκεντρωμένα πυρά. Βέβαια, τα διάφορα κείμενα που χτυπούσαν την έκδοση αυτή του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ παρουσιάζουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, τόσο στο ύφος και στα επιχειρήματα που αναπτύσσουν, όσο και στις διαφαινόμενες προθέσεις εκείνων που τα έγραψαν. Ορισμένα από τα κείμενα αυτά προσπαθούν έμμεσα να με «μειώσουν» και με αντιπαραθέτουν στον Μάνο Χατζιδάκι, φίλο μου αγαπημένο που εκτιμώ και θαυμάζω.
...Έρχομαι τώρα στα μπουζούκια. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο, πολυσύνθετο και δύσκολο πρόβλημα. Δύσκολο γιατί είναι και καλλιτεχνικό-μουσικό αλλά και κοινωνικό. Εγώ ο ίδιος έχω πάρει απέναντί του κατά καιρούς στάσεις διαμετρικά αντίθετες. Υπήρξα εχθρός τους. Υπήρξα φίλος τους. Προσπάθησα να τα εξηγήσω, να τα δικαιολογήσω, συγκεκριμένα σε τρία άρθρα στη Νέα Εποχή (νομίζω στα 1950-51). Ενώ αργότερα απέρριψα την επιρροή τους (Ελληνική Μουσική έτος μηδέν, Κριτική 1958). Αυτό σημαίνει αφ' ενός μεν ότι το θέμα τούτο με καίει, με βασανίζει, αφ' ετέρου δε ότι δεν έχω καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα. Είναι πιθανόν αύριο, κάτω από νέα δεδομένα να τα αποκηρύξω με τον ίδιο φανατισμό με τον οποίο σήμερα τα στηρίζω. Δεν ντρέπομαι καθόλου που ομολογώ όλες αυτές τις αντινομίες, τις αντιφάσεις, γιατί ξέρω ότι κάθε στιγμή προσπαθώ με σκέψη τολμηρή, τίμια και απαλλαγμένη από κόμπλεξ, προκαταλήψεις και δογματισμούς να προχωρήσω στην ουσία των πραγμάτων. Αυτό βέβαια δε σημαίνει καθόλου ότι έχω πάντοτε δίκιο. Κάθε άλλο. Αλλά, ας μου συγχωρεθεί η σιγουριά μου, νομίζω ότι βρίσκω τη στάση μου αυτή πιο σεμνή, πιο πηγαία, πιο ανθρώπινη από μια γνωστή στάση που με μια μονοκοντυλιά δίχως ενδοιασμούς και προβληματισμούς - διέγραψε μια για πάντα και από κάθε άποψη ένα μουσικό είδος, ένα μουσικό σύμπαν, που είτε το θέλουμε είτε όχι έχει μια ζωή, υπήρξε, υπάρχει, στο παρελθόν, στο παρόν και πιθανώς στο μέλλον.
Και διατυπώνω μιαν ερώτηση σαφή, στην οποία θα 'πρεπε να δοθεί μια εξίσου σαφής απάντηση: Οι επικριτές των μπουζουκιών δεν παραδέχονται καμιάν απολύτως από τις 10-20 γνωστότερες λαϊκές μελωδίες; Κι αν όχι, για ποιον λόγο; Και για να περιορίσουμε και διασαφηνίσουμε τον κύκλο: Πιστεύουν ή όχι ότι οι έξι λαϊκές μελωδίες που πήρε ο Χατζιδάκις κι έκανε τις έξι λαϊκές ζωγραφιές είναι ή όχι μελωδικά αριστουργήματα;
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΣΚΟΥ ΠΟΥ ΜΕΡΙΚΑ ΤΑ ΑΓΝΟΟΥΣΑ ΚΑΙ ΒΛΕΠΩ ΕΝΑΝ ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΤΕΡΑΣΤΙΩΝ ΣΥΝΘΕΤΩΝ ΠΟΙΟΝ ΝΑ ΠΡ ΩΤΟΘΑΥΜΑΔΕΙΣ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΜΕ ΛΥΠΕΙ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΜΑΝΟΣ ΒΙΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ ΤΙ ΕΙΧΕ ΑΚΟΜΗ ΝΑ ΜΑΣ ΔΩΣΕΙ ΘΕΣ ΝΙΚΗ 12 4 2024
Χωρις το Μπιθικώτση, αυτό το έργο θα είχε περάσει έτσι... Αυτή η αδιανότητη φωνή απο το 60 έω;ς το 70 στιγμάτισε ανεπανάληπτα το ελληνικό τραγούδι για πάντα και έβαλε τον πηχη σε σημειο αξεπέραστο. Ευτυχώς ο Μικης που είχε την ευφυία να το δει.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ: ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΕΠΟΧΗΣ
Σεπτέμβριος 1960: κυκλοφορούν σε δίσκους οκτώ τραγούδια από τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ του Γιάννη Ρίτσου.
Ο Σύλλογος των Κρητών Σπουδαστών αποφάσισε να παρουσιάσει τα τραγούδια του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ σε μια δημόσια εκδήλωση όπου θα δινόταν στο συνθέτη η ευκαιρία να αναπτύξει τις απόψεις του για το λαϊκό τραγούδι. Στην ίδια συγκέντρωση μίλησαν ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Φοίβος Ανωγειανάκης. Στην εφημερίδα Αυγή δημοσιεύτηκε το πιο κάτω ρεπορτάζ:
Χθες το βράδυ στην αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου (Χρ. Λαδά 2) και με πρωτοβουλία του Συλλόγου Κρητών Σπουδαστών τιμήθηκε ένας από τους νεώτερους και πιο αξιόλογους Έλληνες συνθέτες, ο Μίκης Θεοδωράκης. Πρώτος ομιλητής ήταν ο μουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης (...) και σε συνέχεια ανέβηκε στο βήμα ο γνωστός συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις. «Με τον Θεοδωράκη, είπε, γνωριζόμαστε από παιδιά. Μαζί ακούγαμε τα πρώτα λαϊκά μοτίβα, μαζί ενθουσιαστήκαμε, μαζί απογοητευτήκαμε. Παρ' όλους όμως τους διαφορετικούς δρόμους που πήραμε, μπορεί ο ένας να συγκινεί τον άλλον. Η σειρά των λαϊκών τραγουδιών που εκδόθηκε τώρα του Θεοδωράκη είναι υπόδειγμα λαϊκού τραγουδιού με την πλατύτερη έννοια. Οι δυο εκδόσεις του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ διαφέρουν. Η μία με τη Νάνα Μούσχουρη έχει λυρικό χαρακτήρα χωρίς να χάνει τη λαϊκότητά της. Η άλλη έχει λαϊκή μουσική, μεταχειρίζεται βασικά τα μπουζούκια και τραγουδάει ο Μπιθικώτσης. Το θαυμάσιο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ, γνωστό σε όλους, έγινε μια σειρά τραγούδια που δείχνουν ότι ο συνθέτης ξέρει να δώσει περισσότερα απ' όσα ένα τραγούδι. Εγώ αυτό το «περισσότερα» είδα και αυτό θέλησα να δώσω με την εκτέλεση από τη Νάνα Μούσχουρη. Για πρώτη φορά έχουμε συνθέτη που βασίζεται απόλυτα στη λαϊκή μουσική. Με πολύ απλές μελωδίες καταφέρνει να ολοκληρώσει το τεράστιο θέμα του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ. Κάτω από τη μελωδία υπάρχει το υπέροχο ποίημα του Ρίτσου, που τη σημασία του δεν μπορεί να τη συλλάβει κανένας έξω απ' τον τόπο αυτό. Ο Θεοδωράκης έχει βαθιές ρίζες και η θητεία του στη σοβαρή μουσική του έδωσε τη δυνατότητα να εκφράζει με λιτά μέσα πολλά πράγματα. Ο Θεοδωράκης μας έδωσε επίσης τη θαυμάσια «Μυρτιά», τη «Δραπετσώνα» και το «Μάνα μου και Παναγιά» σε στίχους Λειβαδίτη. Εύχομαι να συνεχίσει να είναι πάντα το ίδιο ζωντανός και αληθινός όπως ως τώρα».
Μετά τον Μάνο Χατζιδάκι ανέβηκε στο βήμα ο Μίκης Θεοδωράκης. Δίνουμε μια ευρεία περίληψη από την ομιλία του. ...Έρχομαι τώρα στις δύο εκτελέσεις του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ.
Ευθύς μόλις καθαρόγραψα τις εφτά μελωδίες του αργότερα εδώ πρόσθεσα και την όγδοη- τις έστειλα σε δύο ανθρώπους στην Αθήνα: στον Γιάννη Ρίτσο και στον Μάνο Χατζιδάκι. Αυτό δείχνει τη μεγάλη εκτίμηση που έχω σ' αυτόν τον τελευταίο καθώς και την εμπιστοσύνη μου ότι δεν θα αλλοίωνε το χαρακτήρα του έργου. Του υποδείκνυα μονάχα πως θα το 'θελα με σκέτα μπουζούκια. Τα χρόνια πέρασαν κι ωστόσο δε γίνηκε τίποτα. Κατέβηκα φέτος με τη σκέψη να το γράψω με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Τον ήξερα απ' τον στρατό κι αυτό, τουλάχιστον για μένα, τα λέει όλα γιατί ήξερα πως είχα να κάνω μ' έναν άνθρωπο της γενιάς μου, δηλαδή μ' έναν που να 'χει πολύ υποφέρει και πιο πολύ ελπίσει. Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ για μένα δεν ήταν ένα όποιο καλό ή κακό τραγούδι αλλά ένας θρήνος πραγματικός. Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ήταν καθήκον, ήταν ευγνωμοσύνη, ήταν όρκος - κι εγώ ήμουν χαρούμενος γιατί είχα βρει τον άνθρωπό μου, αυτόν που με φωνή λεβέντικη και φωτεινή θα έκανε αυτές τις προσωπικές, τις ατομικές ελπίδες παλ- λαϊκά τραγούδια.
Στο μεταξύ ακούω τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη και ειλικρινά γοητεύομαι. Κι όταν ο Χατζιδάκις την επρότεινε για τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, είδα αμέσως το τεράστιο κέρδος για το έργο αυτό: ένας άλλος ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ, λυρικός, επιθαλάμιος, επιτάφιος αδελφής σε αδελφό και αγαπημένης σε αγαπημένο πιότερο, παρά μάνας σε γιο.
...Για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση σας μίλησα ήδη. Για μένα η φωνή του Μπιθικώτση έχει μιαν άλλη ομορφιά. Γιατί είναι ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του. Είναι ο βαρκάρης, ο ζευγάς, ο σωφέρ, οι φοιτητής, ο φαντάρος, ο εμποράκος είναι ο Νεοέλληνας είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Κι αν ο πρώτος ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ είναι λυρικός και επιθαλάμιος, ο δεύτερος είναι για τις αγορές και τα σοκάκια, εκεί που το παλικάρι λαχάνιασε και αγάπησε, πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά.
(Αυγή 6, 7, 8/10/1960)
Nisam stručna da učestvujem u vašim raspravama, mogu samo reći da mi je vaša muzika božanstvena i da tome uveliko doprinosi buzuki
Αν έμενε η ερμηνεία της Μούσχουρη ο δίσκος θα ξεχνιοταν σε ένα χρόνο και θα ήταν στα αζητητα
...Λέμε ότι δεν κάνει το ράσο τον παπά. Το ίδιο και το μπουζούκι δεν κάνει a priori τον ρεμπέτη. Όπως σε όλα τα έργα τέχνης, η ποιότητα του ίδιου του έργου, του περιεχομένου, είναι το μόνο αξιόλογο και σοβαρό κριτήριο. Μπορεί να 'ναι Συμφωνία, Κοντσέρτο ή Σονάτα και να μην υπάρχει ίχνος έμπνευσης μουσικής. Και μπορεί να 'ναι Συρτός, Μπάλος ή Ζεϊμπέκικο και να 'ναι γεμάτο μουσική, γεμάτο έμπνευση. Αν βάζαμε όλα τα πρώτα σε μια κατηγορία και όλα τα δεύτερα σε μιαν άλλη, υποδεέστερη, τότε θα κάναμε μουσικό ρατσισμό!
Όντας φανατικός αντιρατσιστής και έχοντας συνειδητοποιήσει από πού προέρχεται ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ οδηγήθηκα υπεύθυνα και σοβαρά στο λαϊκό περίβλημα και συνοδεία, δηλαδή στο μπουζούκι. Αυτό αν θέλετε υπήρξε και μια ανάγκη αλλά και ένα πείραμα. Δηλαδή είναι ακόμη ένα πρόβλημα, που νομίζω ότι θα βρει την απάντησή του με τον καιρό. Η σκέψη μου είναι η εξής: Μπορούμε να πάρουμε ό,τι καλό υπάρχει στο όργανο αυτό, το μπουζούκι, ό,τι καλό υπάρχει στους ρυθμούς, στους μελωδικούς τρόπους, στο στυλ της λαϊκής μουσικής και δίνοντάς του ένα καινούριο περιεχόμενο (στην περίπτωσή μου η ποίηση του Ρίτσου, του Γκάτσου, του Λειβαδίτη) να δώσουμε μια νέα ώθηση στο λαϊκό τραγούδι; Βρισκόμαστε στα πρώτα μας βήματα, με αμφιβολίες, με ελπίδες, με φόβους. Τι ζητάμε; Λίγη κατανόηση και λίγη πίστωση χρόνου. Πολλοί άλλοι μας κατανοούν. Δεν μιλώ για όσους αγάπησαν αμέσως τον Μπιθικώτση και είναι αμέτρητοι! Μιλώ γι' αυτούς που σοκαρίστηκαν, που ενοχλήθηκαν. Μας κατανοούν και μας χαρίζουν την εμπιστοσύνη τους.
Όντας λοιπόν ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ο μπιθικώτσικος ένα πείραμα για μένα, αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται να σταθώ εκεί πέρα, αλλά να προχωρήσω προς άλλη κατεύθυνση τώρα που είμαι πλουτισμένος με μια τόσο πλούσια και διδακτική εμπειρία. Πράγμα που έκανα ήδη πριν φύγω από την Αθήνα. Επιχείρησα έτσι μια νέα μορφή συνοδείας που να συνδυάζει τα τυπικά γνωρίσματα του μπουζουκιού μαζί με ένα νέο χρώμα: τα έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας. Μια καινούρια ποιότητα τόσο σε χρώμα όσο και σε ουσιαστική μελωδική συνοδεία νομίζω ότι επιτεύχθηκε στη νέα έκδοση αυτή του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ που έκανα στην Columbia με τραγουδίστρια τη Μαίρη Λίντα. Όμως, αν ήθελα να ασχοληθώ αποκλειστικά με τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, θα μπορούσα να γράψω δεκάδες, εκατοντάδες ίσως νέες ενορχηστρώσεις, κυνηγώντας πάντοτε μια νέα ιδανική μορφή, που να μην προδίδει το λαϊκό τραγούδι, αλλά που να του δίνει κάθε φορά μια καινούρια πρωτότυπη γεύση. Κι αν όμως υπάρξουν και εκατό τέτοιες «εκδόσεις», ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ δεν παύει να είναι ένας και μόνο.
...Υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Αθήνα τουλάχιστον τρεις μαγνητικές ταινίες όπου τραγουδώ εγώ ο ίδιος τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ και όπου μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει ότι η Μούσχουρη και εν γένει η φωνοληψία στη Fidelity ακολουθεί φράση με φράση και αναπνοή με αναπνοή την ερμηνεία μου. Συγκρίνοντάς την όμως και με την έκδοση της Columbia θα διαπιστώσει ότι επίσης και σ' αυτήν ο Μπιθικώτσης ακολουθεί την πρωταρχική μου εκτέλεση το ίδιο, φράση με φράση και αναπνοή με αναπνοή. Λυπάμαι που δεν μπόρεσαν να διακρίνουν ότι με όλο το χάσμα που τους χωρίζει, η Μούσχουρη και ο Μπιθικώτσης (όπως και η Μαίρη Λίντα στη νέα μας έκδοση) τραγουδούν στο βάθος με τον ίδιο τρόπο, προσπαθούν να πλησιάσουν στο ίδιο πρότυπο που είναι στην προκειμένη περίπτωση η συγκεκριμένη ιδέα που έχω για το πώς πρέπει να τραγουδιέται η λαϊκή μας μουσική.
...
Έρχομαι τώρα τους στίχους του Ρίτσου. Δε νομίζω πως υπάρχει μεγαλύτερη δόξα για έναν ποιητή - ακόμα και τον πιο μεγάλο από το να τραγουδιέται από το λαό. (...) Υπάρχει λέξη μήπως μέσα στον Μπιθικώτση που να μην λέγεται καθαρά, σωστά και με το αληθινό της συναισθηματικό της νόημα; Υπάρχει φράση που να μην ακολουθεί πιστά, σχολαστικά το κείμενο, που να μην το χρωματίζει, που να μην κάνει σπαραχτικότερο το σπαραγμό και την απελπισία πιο απελπισμένη; Έχετε καλό αισθητήριο, έχετε καλή θέληση; Πέστε μας τότε συγκεκριμένα, χειροπιαστά, πού, σε ποια λέξη, σε ποιο νόημα προδόθηκε η ποίηση του Ρίτσου. Κι όταν ο Μπιθικώτσης αρχίζει με το «Γιε μου, ποια μοίρα στο 'γραφε» και δεν αισθάνεστε ηλεκτρική εκκένωση από συγκίνηση, τότε απαραιτήτως δύο τινά θα πρέπει να συμβαίνουν: ή εσείς ή εγώ, πάντως ένας από τους δυο μας, δεν καταλαβαίνει από μουσική. Εύχομαι να είμαι εγώ, που στο κάτω κάτω δεν έχω καμιά υπεύθυνη θέση, δε διαφωτίζω τους άλλους και ό,τι κι αν κάνω, κακό του κεφαλιού μου μονάχα κάνω...
Μίκης Θεοδωράκης, Παρίσι 21/10/1960, Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 73-74, τ. ΙΓ, σελ. 75)