Μεσαιωνικό Kάστρο Μύρινας (Λήμνος) - Medieval Castle of Myrina (Lemnos) 17.08.23 (No Edits)
ฝัง
- เผยแพร่เมื่อ 6 ก.พ. 2025
- Το Φρούριο της Μύρινας είναι κτισμένο σε βραχώδη και απόκρημνη χερσόνησο, πάνω από τη Μύρινα την πρωτεύουσα τα της Λήμνου, και επικοινωνεί με την ξηρά μόνο από τα ανατολικά. Είναι το μεγαλύτερο κάστρο του Αιγαίου.Το κάστρο κατασκεύασαν οι Βενετοί διατηρώντας τμήματα προγενέστερης φάσης βυζαντινής περιόδου (αρχές 12ου αι). ΟΙ Βυζαντινοί είχαν κτίσει το κάστρο πάνω σε αρχαία ακρόπολη.
Η σημερινή δομή και διάταξη οφείλεται στους Γενουάτες Gattilusi που το αναδιαµόρφωσαν (15ος αι.) καθώς και στις μεταγενέστερες επεμβάσεις Βενετών και Τούρκων.
Το κάστρο είναι σε μια βραχώδη και δυσπρόσιτη χερσόνησο ύψους 120 μέτρων περίπου που εποπτεύει δύο όρμους και το εξαιρετικό φυσικό λιμάνι της Μύρινας.
Στην Ενετοκρατία ονομαζόταν και «Παλαιόκαστρον», σε αντιδιαστολή με τα νεόκτιστα κάστρα του Κότσινου και του Μούδρου (από τα οποία παρεμπιπτόντως δεν σώζεται σχεδόν τίποτα).
Η ονομασία Paleocastro αναφέρεται από διάφορους περιηγητές (και στους χάρτες του Piri Reis, 1521) μέχρι και τον 17ο αιώνα.
Στο σημείο όπου υπάρχει το κάστρο υπήρχε αρχαία ακρόπολη με κυκλώπεια τείχη, πιθανότατα από τον 13ο αιώνα π.Χ.. Την εποχή εκείνη το νησί το είχαν αποικίσει οι Μινύες, ελληνικό προϊστορικό φύλο από τη Βοιωτία.
Τον 8ο π.Χ. αιώνα η Λήμνος κατακτήθηκε από Πελασγούς που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την Αττική. Έμειναν εκεί μέχρι το 511 π.Χ. και στο διάστημα αυτό ενίσχυσαν την οχύρωση σε βαθμό που να δικαιολογεί την αναφορά για πελασγική ακρόπολη στη Μύρινα. Στη συνέχεια η Λήμνος καταλήφθηκε για λίγο από τους Πέρσες και μετά από Αθηναίους, Μακεδόνες και Ρωμαίους.
Το μεσαιωνικό κάστρο, σε μια πρώιμη μορφή, κτίστηκε στις αρχές του 12ου αιώνα και οι οχυρώσεις του ενισχύθηκαν το 1185 από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε ό,τι υλικό είχε απομείνει από την αρχαία ακρόπολη, η οποία έτσι εξαφανίστηκε.
Η σημερινή μορφή του ανάγεται στο 1207, όταν ο Ενετός Φιλόκαλος Ναβιγκαγιόζο (Filocalo Navigajoso), Μεγάλος Δούκας της Λήμνου από το 1207 έως το 1214, ανακατασκεύασε το κάστρο.
Ο Λεονάρδο Ναβιγκαγιόζο είναι εκείνος που ισχυροποίησε το κάστρο και το κράτησε υπό την κυριαρχία του επί 45 χρόνια, μέχρι το 1260. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Παύλος.
Το Μεγάλο Δουκάτο της Λήμνου κατέλυσε ο βυζαντινός ναύαρχος Λικάριος την περίοδο 1276-78. O Λικάριος (Licario ή Ικάριος κατά τους Βυζαντινούς) ήταν περιβόητος Φράγκος ιππότης από την Εύβοια στην υπηρεσία των Βυζαντινών για λογαριασμό των οποίων είχε ανακτήσει πολλά εδάφη και νησιά. Του είχε απονεμηθεί προκαταβολικά από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο ο τίτλος του Μεγάλου Δούκα της Λήμνου, ώστε να έχει επιπλέον κίνητρο.
Ο Λικάριος έγινε εύκολα κύριος των άλλων δύο φρουρίων του νησιού, του Μούδρου και του Κότζινου και στη συνέχεια πολιόρκησε τη Μύρινα, όπου αμύνθηκε σθεναρά ο Μέγας Δούκας Παύλος Ναβιγκαγιόζο με 700 άνδρες αρνούμενος να παραδοθεί ή να εξαγοραστεί. Το επόμενο έτος 1277 ο Παύλος πέθανε ξαφνικά, αλλά η άμυνα συνεχίστηκε με επικεφαλής τη χήρα του.
Τελικά, το 1278, η χήρα αποφάσισε να παραδοθεί και αποσύρθηκε στην Εύβοια, ενδεχομένως έπειτα από συμφωνία, αφήνοντας το Παλαιόκαστρο στους Βυζαντινούς.
Μετά από αυτό, η Λήμνος παρέμεινε Βυζαντινή κτήση μέχρι το 1453. Στο διάστημα αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στους εμφύλιους πολέμους του Βυζαντίου. Το 1361, το κάστρο επισκευάστηκε κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου.
Οι Τούρκοι που ούτως ή άλλως ήθελαν να διώξουν τους Γενουάτες από το Αιγαίο, πολιόρκησαν το κάστρο το 1462 και το κυρίευσαν. Την ίδια χρονιά κατέλαβαν και τη Λέσβο. Ο σουλτάνος δώρισε τη Λήμνο στον Δημήτριο Παλαιολόγο, τον φιλότουρκο αδελφό του Θωμά, του τελευταίου νόμιμου δεσπότη του Μυστρά.
Στα Ορλωφικά, το 1770, το κάστρο πολιορκήθηκε από το Ρωσικό στόλο υπό τον κόμητα Ορλώφ. Οι Ρώσοι βομβάρδισαν το κάστρο που υπέστη τότε πολύ σοβαρές ζημιές. Ο Ορλώφ πέτυχε την παράδοση του νησιού, αλλά λίγο πριν αυτή ολοκληρωθεί, αποβιβάστηκε στο νησί τουρκική δύναμη υπό τον Χασάν Γαζή πασά που ακύρωσε την παράδοση.
Ο Χασάν Γαζή πασάς ή Τζεζαϊρλή(ς) έγινε αργότερα αρχιναύαρχος και το 1780 αποκατέστησε κάπως τις ζημιές στο κάστρο και το εξόπλισε με 150 κανόνια.
Το κάστρο καλύπτει έκταση 144 στρεμμάτων.
Έχει τριπλό τείχος με 14 πύργους συνολικά, ύψους έως 8 μ. και πάχους 1,5 μ., το οποίο προστάτευε βαθιά τάφρος στα ανατολικά, που σήμερα δεν υπάρχει. Έχει μια κεντρική πύλη, ανατολική, στην οποία οδηγούσε ανηφορικό λιθόστρωτο μονοπάτι και μια μικρότερη, βόρεια, κοντά στην ακτή.
Στην ανατολική και νότια πλευρά το τείχος είναι υψηλό και ο αριθμός των πύργων σχετικά μεγάλος, ενώ στην βόρεια και δυτική πλευρά το τείχος είναι κατά πολύ χαμηλότερο και οι πύργοι σπανιότεροι. Στο ψηλότερο σημείο του λόφου υπάρχει ημικατεστραμμένο οχυρό κτίσμα με πολλούς εσωτερικούς χώρους. Ακόμα, εντός του Φρουρίου υπάρχει ένα τούρκικο Τέμενος, υπόγειος θολωτός χώρος και δεξαμενές.