Στίχοι: Προσπέρασες τη μάνα μου που σ’ είχε για εικόνα και μ’ έκαψες από παιδί στον πρώτο σου κανόνα. Κάθε φορά που πείσμωνα κι έφτιαχνα νέο δέρμα με πέταγες μες τις φωτιές σα μαυρισμένο κέρμα. Δεν υπολόγισες καλά τα δάκρυα μου με σώσαν ποτάμι κατηφόρισαν να πλύνει όσους ματώσαν. Δεν υπολόγισες καλά τα δάκρυα που κρατούσα χείμαρρος άγριος βαρύς κι έπνιγε ό,τι μισούσα. Κανένας μας δεν γλίτωσε απ’ το χτύπημα στην πόρτα όταν οι μαύρες μπότες σου μας πάτησαν σαν χόρτα. Και κάθε που έκανε κανείς να ισιώσει το κορμί του ένα χυδαίο μονόστηλο του ‘παιρνε την ψυχή του. Δεν υπολόγισες καλά βλέμματα ξεμακρύναν ξεφύγαν από τη μπότα σου με υπομονή πληθύναν και η λυσσασμένη μας θωριά δε στέκεται στη μπότα σε σημαδεύει στο σταυρό στης λευτεριάς τη ρότα.
Lyrics: You passed by my mother who considered you as a holy icon and you burned me from my childhood at your first rule. Whenever I was stubborn and creating new leather you were throwing me into the fires like a blackened coin. You didn’t count well that my tears saved/rescued me they went downhill a river to wash away those who bleeded. You didn’t count well the tears that I was holding watercourse wild heavy and was drowning everything I hated. None of us came through/escaped from the knock on the door when your black boots trampled on us like grass. And every time someone was trying to straighten his body one vulgar single rod/stick was taking his soul. You didn’t count things well, looks fended off they bilked/got away from your boot, patiently they pullulated/increased and our rabid stature/appearance doesn’t stand/kowtow to the boot it targets your cross, liberty’s path/route/course/procedure.
Στίχοι:
Προσπέρασες τη μάνα μου που σ’ είχε για εικόνα
και μ’ έκαψες από παιδί στον πρώτο σου κανόνα.
Κάθε φορά που πείσμωνα κι έφτιαχνα νέο δέρμα
με πέταγες μες τις φωτιές σα μαυρισμένο κέρμα.
Δεν υπολόγισες καλά τα δάκρυα μου με σώσαν
ποτάμι κατηφόρισαν να πλύνει όσους ματώσαν.
Δεν υπολόγισες καλά τα δάκρυα που κρατούσα
χείμαρρος άγριος βαρύς κι έπνιγε ό,τι μισούσα.
Κανένας μας δεν γλίτωσε απ’ το χτύπημα στην πόρτα
όταν οι μαύρες μπότες σου μας πάτησαν σαν χόρτα.
Και κάθε που έκανε κανείς να ισιώσει το κορμί του
ένα χυδαίο μονόστηλο του ‘παιρνε την ψυχή του.
Δεν υπολόγισες καλά βλέμματα ξεμακρύναν
ξεφύγαν από τη μπότα σου με υπομονή πληθύναν
και η λυσσασμένη μας θωριά δε στέκεται στη μπότα
σε σημαδεύει στο σταυρό στης λευτεριάς τη ρότα.
Lyrics:
You passed by my mother who considered you as a holy icon
and you burned me from my childhood at your first rule.
Whenever I was stubborn and creating new leather
you were throwing me into the fires like a blackened coin.
You didn’t count well that my tears saved/rescued me
they went downhill a river to wash away those who bleeded.
You didn’t count well the tears that I was holding
watercourse wild heavy and was drowning everything I hated.
None of us came through/escaped from the knock on the door
when your black boots trampled on us like grass.
And every time someone was trying to straighten his body
one vulgar single rod/stick was taking his soul.
You didn’t count things well, looks fended off
they bilked/got away from your boot, patiently they pullulated/increased
and our rabid stature/appearance doesn’t stand/kowtow to the boot
it targets your cross, liberty’s path/route/course/procedure.
Ύμνος, τα σέβη μου.........