Η μελωδία του είναι εξαιρετική αλλά οι στοίχοι είναι πολύ «ελαφρυοι» υπάρχουν αλλα όπως η Ιτιά, τα παιδιά της Σαμαρίνας, ένας αϊτος καθότανε. Και ειδικά το βουνά μην καμαρώνετε που τα ακούς και ξυπνά το DNA σου.
Ο παπα-Λάμπρος Ζέρβας ήταν εφημέριος στο χωριό Ρωμύρι της Πυλίας το 1860. Ένας συγχωριανός του, που λεγόταν Σταύρος Φιτσιάλος, σκέφτηκε να συνεργαστεί με μία συμμορία για να τον ληστέψουν. Ο Φιτσάλος συνεννοήθηκε μαζί του, προκειμένου να έρθουν στο Ρωμύρι και να κλέψουν την περιουσία του παπα-Λάμπρου. Δύο από τους κλέφτες πήγαν στο σπίτι του με το πρόσχημα ότι ενδιαφέρονταν να αγοράσουν ένα βόδι που πουλούσε ο παπάς, ο οποίος όμως έλειπε στην Πύλο, όπου είχε πάει για να φέρει το παιδί του, που πήγαινε σχολείο εκεί. Ο παπάς γύρισε αργά στο Ρωμύρι χωρίς το παιδί, που έμεινε στην Πύλο. Έτσι οι ξένοι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του την νύχτα. Το βράδυ, όταν η οικογένεια είχε κοιμηθεί, οι δύο κλέφτες ειδοποίησαν και τους υπόλοιπους, που είχαν κρυφτεί την ημέρα έξω από το χωριό, και μπήκαν όλοι αθόρυβα στο σπίτι του παπά, οπότε άρχισαν να αρπάζουν ό,τι έβρισκαν. Χρήματα όμως δεν είχαν βρει, οπότε ξεκίνησαν να βασανίζουν τον παπά, προκειμένου να τους πει πού τα είχε κρύψει. Μια από τις κόρες του παπα-Λάμπρου, η Παναγιώτα, κατάφερε να κατέβει κρυφά στο κατώι και από έναν φεγγίτη άρχισε να φωνάζει, καλώντας σε βοήθεια. Το χωριό ξύπνησε και οι άντρες ανήσυχοι πήραν τα τουφέκια και άρχισαν να ρίχνουν, με αποτέλεσμα να φοβηθούν οι κλέφτες και να το βάλουν στα πόδια. Δύο από αυτούς, όμως, τραυματίστηκαν και, μάλιστα, ο ένας θανάσιμα. Εξαιτίας του θανάτου του κλέφτη έγινε μεγάλος ντόρος σε ολόκληρη την Πυλία και ένας χωριάτης έφτιαξε το τραγούδι, που ζει μέχρι τις ημέρες μας, με κάποιες παραλλαγές στους στίχους σε ορισμένες περιπτώσεις. Αυτό είναι το γεγονός στο οποίο αναφέρεται η χιλιοτραγουδισμένη «Παπαλάμπραινα», ωστόσο η ιστορία έχει και συνέχεια. Το παιδί που πήγαινε σχολείο στην Πύλο, ο Νικολάκης, μετά το δραματικό περιστατικό πήγε και έμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι του δημάρχου Μπενάκη. Εκεί έκανε τις σπουδές του και όταν τελείωσε, ζήτησε να γίνει αστυνομικός διοικητής της επαρχίας Πυλίας. Ίσως στο μυαλό του υπήρχε η σκέψη της εκδίκησης του Φιτσάλου, ο οποίος είχε πλέον γεράσει, αλλά φοβόταν μήπως οι Παπαλάμπροι κάνουν κακό στο γιο του. Ο Φιτσάλος, αφού τον παρακίνησε και ένας Μανιάτης, αποφάσισε να πάει στον Νικολάκη Παπαλάμπρο, να του ζητήσει συγνώμη και να του φιλήσει τα πόδια. Εκείνος όμως του είπε: «Φύγε βρωμόσκυλο, πήγες να μας ξεκληρίσεις και τώρα ζητάς συγνώμη;». Μετά όμως το παιδί του Φιτσάλου απέκτησε το δικό του παιδί και κάλεσε τον Νικολάκη να το βαφτίσει. Έτσι έσβησε αυτή η βεντέτα…
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΛΟΒΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΤΣΙΚΑΣ ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΙ!!!!
Το πιό εκπληκτικό δημοτικό τραγούδι για μένα, σαν Πόντιος.
Η μελωδία του είναι εξαιρετική αλλά οι στοίχοι είναι πολύ «ελαφρυοι» υπάρχουν αλλα όπως η Ιτιά, τα παιδιά της Σαμαρίνας, ένας αϊτος καθότανε. Και ειδικά το βουνά μην καμαρώνετε που τα ακούς και ξυπνά το DNA σου.
Γνήσιος έκφραστης του Δημοτικού τραγουδιού ο Δάσκαλος ΒασιληςΚολοβος.
Ο παπα-Λάμπρος Ζέρβας ήταν εφημέριος στο χωριό Ρωμύρι της Πυλίας το 1860. Ένας συγχωριανός του, που λεγόταν Σταύρος Φιτσιάλος, σκέφτηκε να συνεργαστεί με μία συμμορία για να τον ληστέψουν. Ο Φιτσάλος συνεννοήθηκε μαζί του, προκειμένου να έρθουν στο Ρωμύρι και να κλέψουν την περιουσία του παπα-Λάμπρου.
Δύο από τους κλέφτες πήγαν στο σπίτι του με το πρόσχημα ότι ενδιαφέρονταν να αγοράσουν ένα βόδι που πουλούσε ο παπάς, ο οποίος όμως έλειπε στην Πύλο, όπου είχε πάει για να φέρει το παιδί του, που πήγαινε σχολείο εκεί. Ο παπάς γύρισε αργά στο Ρωμύρι χωρίς το παιδί, που έμεινε στην Πύλο. Έτσι οι ξένοι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του την νύχτα.
Το βράδυ, όταν η οικογένεια είχε κοιμηθεί, οι δύο κλέφτες ειδοποίησαν και τους υπόλοιπους, που είχαν κρυφτεί την ημέρα έξω από το χωριό, και μπήκαν όλοι αθόρυβα στο σπίτι του παπά, οπότε άρχισαν να αρπάζουν ό,τι έβρισκαν. Χρήματα όμως δεν είχαν βρει, οπότε ξεκίνησαν να βασανίζουν τον παπά, προκειμένου να τους πει πού τα είχε κρύψει. Μια από τις κόρες του παπα-Λάμπρου, η Παναγιώτα, κατάφερε να κατέβει κρυφά στο κατώι και από έναν φεγγίτη άρχισε να φωνάζει, καλώντας σε βοήθεια.
Το χωριό ξύπνησε και οι άντρες ανήσυχοι πήραν τα τουφέκια και άρχισαν να ρίχνουν, με αποτέλεσμα να φοβηθούν οι κλέφτες και να το βάλουν στα πόδια. Δύο από αυτούς, όμως, τραυματίστηκαν και, μάλιστα, ο ένας θανάσιμα. Εξαιτίας του θανάτου του κλέφτη έγινε μεγάλος ντόρος σε ολόκληρη την Πυλία και ένας χωριάτης έφτιαξε το τραγούδι, που ζει μέχρι τις ημέρες μας, με κάποιες παραλλαγές στους στίχους σε ορισμένες περιπτώσεις.
Αυτό είναι το γεγονός στο οποίο αναφέρεται η χιλιοτραγουδισμένη «Παπαλάμπραινα», ωστόσο η ιστορία έχει και συνέχεια. Το παιδί που πήγαινε σχολείο στην Πύλο, ο Νικολάκης, μετά το δραματικό περιστατικό πήγε και έμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι του δημάρχου Μπενάκη. Εκεί έκανε τις σπουδές του και όταν τελείωσε, ζήτησε να γίνει αστυνομικός διοικητής της επαρχίας Πυλίας. Ίσως στο μυαλό του υπήρχε η σκέψη της εκδίκησης του Φιτσάλου, ο οποίος είχε πλέον γεράσει, αλλά φοβόταν μήπως οι Παπαλάμπροι κάνουν κακό στο γιο του.
Ο Φιτσάλος, αφού τον παρακίνησε και ένας Μανιάτης, αποφάσισε να πάει στον Νικολάκη Παπαλάμπρο, να του ζητήσει συγνώμη και να του φιλήσει τα πόδια. Εκείνος όμως του είπε: «Φύγε βρωμόσκυλο, πήγες να μας ξεκληρίσεις και τώρα ζητάς συγνώμη;». Μετά όμως το παιδί του Φιτσάλου απέκτησε το δικό του παιδί και κάλεσε τον Νικολάκη να το βαφτίσει. Έτσι έσβησε αυτή η βεντέτα…
ο
Ξέρουμε τους αρχικούς στοίχους; Ήμουν σίγουρος πως ήταν κάτι πιο βαθύ από το «γινόταν φασαρία και πήγα να δω τι τρέχει και τελικά γινόταν γάμος»
Te gjitha kenget folklore Came me dhioli kendonin live 😢
Edhe pse nuk i lene te flasin ne gjuhen e tyre ne publik ,musika e bukur dhe vallet e tregojne traditat e vallet camerise 🦅
Υποκλινομαι!!!!!!!!
τελιος τραγουδηστης
RROFTE CAMERIJA ZEMERA JONE CAMERI 👍
Εκπληκτικό τραγούδι
Is this a religious folk song?