Kaltsuz (Βάρκιζα Τέλος) - Panos Kalgos
ฝัง
- เผยแพร่เมื่อ 8 ก.พ. 2025
- Μουσική Πάνος Κάλγος
Στίχοι Πάνος Κάλγος
Καλτσούζι = καβάλα στους ώμους
Βάρκιζα Τέλος
Πατριώτης πρόσφυγας κυνηγημένος, από τους δεξιούς ανθέλληνες και λευκοσυμμορίτες σταμπαρισμένος, στο παραπέτασμα φυγαδευμένος. Κρυμμένος και τσουβαλιασμένος, παρέα
μ' όλους τους κατατρεγμένους.
Στην τότε ενωμένη Τσεχοσλοβακία
Και νυν φασίστρια Μπανανία.
Προδομένος από το πουλημένο κόμμα του κώλου
Ξεστράτισες και έσκισες την ταυτότητα μπροστά στα τρομαγμένα μάτια ενός συντρόφου ή γραμματέα του διαβόλου.
Τα παρακάλια του πατέρα σου σε 'φέραν πίσω στα εδάφη τα πάτρια, το '69 με πομπές και τιμές από τα ίδια τέρατα που κυβερνούσαν με την ίδια απάθεια και των εθνοσωτήρων τα κροκοδείλια δάκρυα.
Κάθε τέλη του μήνα αναφορά στο τοπικό ανακριτικό τμήμα
Γιατί επέστρεψες; Μα εσείς με φέρατε
Κι ούτε φοντάν ή καφέ δε μου προσφέρατε.
Σαν να τους έλεγες εγώ θα σας τρελάνω κι όχι εσείς.
Σε στείλανε στη Ρόδο για εξάμηνη θητεία ενώ είχες πλέον οικογένεια πατρίδα και θρησκεία.
Πως τα κατάφερες και μπήκες στον ΟΣΕ
Κι οι χουντικοί χωριάτες παραμιλούσανε Ωρε!!! (Μεγάλη αδικία)
Και κάπου εκεί σε πρόλαβα και 'γω για λίγο ως εγγόνι, χαλάλι ο σάλαγος από της πλέμπας το σαλόνι.
Ερχόμουν σα σχολούσες, στο σταθμό να σε προϋπαντήσω
Και παρόλη την κούραση που είχες, στο πρόσωπο ζωγραφισμένη, απ' τον εξουθενωτικό ποδαρόδρομο η ευτυχία ήταν κεντημένη.
Μου λέγες έλα να σε πάρω καλτσούς ανέβα στους ώμους μου, και σαν πασάς αφ' υψηλού τον κόσμο ατένιζα, την ανηφόρα ανέβαινα χωρίς να περπατήσω.
Πως να ξεχάσω λοιπόν αυτή τη λέξη που 'ναι γεμάτη συναίσθημα;
Και πόσο μάλλον να σβήσω εκείνες τις λίγες μα ανεξίτηλες στιγμές που μου χάρισες παππού; θα ήταν έγκλημα.
Ένα αόρατο χέρι να σε πνίγει μπροστά μου
Μακάβριο θέαμα
Να σπαρταράς, να κοπανιέσαι και κάπου εκεί να τελειώνει η χαρά μου (μια για πάντα)
Της μοίρας κέρασμα.
Αφιερωμένο στον μοναδικό μου παππού τον Παναγιώτη. Που τον πήραν από το χωράφι ενώ δούλευε στα 14 του, οι αντάρτες στα βουνά (χωρίς τη θέλησή του μιας που ήταν ερωτευμένος εκείνο το διάστημα) και ενώ ξεπέρασε όλες τις κακουχίες και τελικά στέριωσε, πήγε από ασφυξία λόγω καθυστέρησης του ασθενοφόρου που ήρθε χωρίς γιατρό. Ήταν 59 ετών μία βδομάδα πριν πάρει το εφάπαξ και αποκαλείται επιτέλους συνταξιούχος με τη βούλα (και 'γω ο καλομαθημένος εγγονός). Τελικά έπιασαν τόπο η γλωσσοφαγιά και οι κατάρες των χουντικών γειτόνων . Κάποιοι ζουν ακόμα αλλά όχι και στην καλύτερη μοίρα, θα μου πεις σημασία έχει ότι απολαμβάνουν την Σύνταξη?