ขนาดวิดีโอ: 1280 X 720853 X 480640 X 360
แสดงแผงควบคุมโปรแกรมเล่น
เล่นอัตโนมัติ
เล่นใหม่
Τελευταῖος ΣταθμόςΛίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσαν.Τ᾿ ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζειςὅπως τὸ φέρει ὁ κόπος τῆς τελειωμένης μέραςκαὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες,πιὸ καθαρὰ μπορεῖς νὰ τὸ διαβάσεις.Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζωλίγα φεγγάρια ἀπόμειναν στὴ μνήμη·νησιά, χρῶμα θλιμμένης Παναγίας, ἀργὰ στὴ χάσηἢ φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριὰ ρίχνοντας κάποτεσὲ ταραγμένους δρόμους ποταμοὺς καὶ μέλη ἀνθρώπωνβαριὰ μιά νάρκη.Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλαὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χα- ράξεισὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνιαστὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλοςἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονταινομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι·σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικὸ χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ Θάλασσα τοῦ Σαλέρνοπίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρημιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάριξεπέρασε τὰ σύννεφα, καὶ γίναντὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο.Σιωπὲς ἀγαπημένες τῆς σελήνης.Εἶναι κι αὐτὸς ἕνας εἱρμὸς τῆς σκέψης, ἕνας τρόποςν᾿ ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖςδύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλοποὺ ξέφυγε κρυφὰ καὶ φέρνειμαντάτα ἀπὸ τὸ σπίτι κι ἀπὸ τοὺς συντρόφους,καὶ βιάζεσαι ν᾿ ἀνοίξεις τὴ καρδιά σουμὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιὰ καὶ τὸν ἀλλάξει.Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη τὴ Συρία·τὸ κρατίδιοτῆς Κομμαγηνῆς πού ᾿σβησε σὰν τὸ μικρὸ λυχνάριπολλὲς φορὲς γυρίζει στὸ μυαλό μας,καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνιακι ἔπειτα ἀπόμειναν τόπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζεςχωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια.Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ᾿ τὶς θάλασσες τοῦ Πρωτέα,ψυχὲς μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες,καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.Τὸ βροχερὸ φθινόπωρο σ᾿ αὐτὴ τὴ γούβακακοφορμίζει τὴν πληγὴ τοῦ καθενός μαςἢ αὐτὸ ποὺ θὰ ᾿λεγες ἀλλιῶς, νέμεση μοίραἢ μοναχὰ κακὲς συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη,ἢ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων.Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους·ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο·χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἕνα ἄσπρο στῆθοςμάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέραςκαὶ πόδια ποὺ θὰ τρέχανε, κι ἂς εἶναι τόσο κουρασμένα,στὸ παραμικρὸ σφύριγμα τοῦ κέρδους.Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακὸς καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο,ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο, ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἀπλώνουν·σὰν ἔρθει ὁ θέροςπροτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ᾿ ἄλλο χωράφι·σὰν ἔρθει ὁ θέροςἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸἄλλοι μπερδεύουνται μὲς στ᾿ ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητο- ρεύουν.Ἀλλὰ τὰ ξόρκια τ᾿ ἀγαθὰ τὶς ρητορεῖες,σὰν εἶναι οἱ ζωντανοὶ μακριά, τί θὰ τὰ κάνεις;Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα;Μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή;Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε.Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμάλωτου τὴ σκέψητοῦ ἀνθρώπου σὰν κατάντησε κι αὐτὸς πραμάτειαδοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δὲν μπορεῖς.Ἴσως καὶ νὰ ᾿θελε νὰ μείνει βασιλιὰς ἀνθρωποφάγωνξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανεὶς δὲν ἀγοράζει,νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθωνν᾿ ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο τοῦ μπαμποῦ,καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.Ὅμως ὁ τόπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τὸν καῖνε σὰν τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπειςεἴτε στὸ σκοτεινὸ βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες καὶ νύχτεςεἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θὰ βουλιάξει καθὼς τὸ δεί- χνουν οἱ στατιστικές,ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουνἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες με τὰ δέντρα ἐκεῖναποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάσηκι αὐτὰ καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν·ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελώνταςλεῦγες καὶ λεῦγες·ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας.Κι ἂ σου μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲςεἶναι γιατὶ τ᾿ ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκηδὲν κουβεντιάζεται γιατὶ εἶναι ζωντανὴγιατὶ εἶναι ἀμίλητη καὶ προχωράει·στάζει τὴ μέρα, στάζει στὸν ὕπνομνησιπήμων πόνος.Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάληςποὺ ἔφυγε μ᾿ ἀνοιχτὲς πληγὲς ἀπ᾿ τὸ νοσοκομεῖοἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνηποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μὲς στὴ συσκοτισμένη πολιτεία,οὔρλιαζε ψηλαφώντας τὸν πόνο μας· «Στὰ σκοτεινὰπηγαίνουμε, στὰ σκοτεινὰ προχωροῦμε...»Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσουν.
Α ρε Γιώργο μας έφτιαξες και σήμερα...
Πολύ σημαντικό αυτό το αφιέρωμα στον νομπελίτστα ποιητή μας και μια από τις λαμπρότερες προσωπικότητες της Ελληνικής λογοτεχνίας!
οι εικόνες πράγματι εξαιρετικές ταιριάζουν απόλυτα με τις μνήμες μουαν είναι δικό σου έργο τότε είσαι αληθινός δημιουργόςτο ποίημα το γνωρίζω, είναι ασπρόμαυρο και θαυμάσιο
...συγχαρητηρια για το upload, δεν έχω λόγια.!ευχαριστώ πάρα πολύ..Υπέροχο, να είσαι καλά..!!!
Οταν βιώνεις την καταστροφή και την θέλεις να την αναφέρεις πρέπει να σεβαστούμε τον θάνατο και την το αίσθημα που εδωσαν οι πρόγονοι μας
Είναι και αυτός ένας ειρμός σκέψης..ένας τρόπος να αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς δύσκολα,σε ώρες όπου δεν βαστάς..
μπράβο Γιώργο
Εξαιρετική η παρουσίαση!
Εξαιρετικό βίντεο.....!!!!!
Great stuff!
!!! klio papa !!!
I came here cause of a friends’ suggestion
I need the background of the story......
Τελευταῖος Σταθμός
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσαν.
Τ᾿ ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζεις
ὅπως τὸ φέρει ὁ κόπος τῆς τελειωμένης μέρας
καὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες,
πιὸ καθαρὰ μπορεῖς νὰ τὸ διαβάσεις.
Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζω
λίγα φεγγάρια ἀπόμειναν στὴ μνήμη·
νησιά, χρῶμα θλιμμένης Παναγίας, ἀργὰ στὴ χάση
ἢ φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριὰ ρίχνοντας κάποτε
σὲ ταραγμένους δρόμους ποταμοὺς καὶ μέλη ἀνθρώπων
βαριὰ μιά νάρκη.
Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα
ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χα-
ράξει
σὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια
στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος
ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται
νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι·
σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικὸ χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ Θάλασσα τοῦ
Σαλέρνο
πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη
μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι
ξεπέρασε τὰ σύννεφα, καὶ γίναν
τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο.
Σιωπὲς ἀγαπημένες τῆς σελήνης.
Εἶναι κι αὐτὸς ἕνας εἱρμὸς τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος
ν᾿ ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς
δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλο
ποὺ ξέφυγε κρυφὰ καὶ φέρνει
μαντάτα ἀπὸ τὸ σπίτι κι ἀπὸ τοὺς συντρόφους,
καὶ βιάζεσαι ν᾿ ἀνοίξεις τὴ καρδιά σου
μὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιὰ καὶ τὸν ἀλλάξει.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη
τὴ Συρία·
τὸ κρατίδιο
τῆς Κομμαγηνῆς πού ᾿σβησε σὰν τὸ μικρὸ λυχνάρι
πολλὲς φορὲς γυρίζει στὸ μυαλό μας,
καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια
κι ἔπειτα ἀπόμειναν τόπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες
χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ᾿ τὶς θάλασσες τοῦ
Πρωτέα,
ψυχὲς μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες,
καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.
Τὸ βροχερὸ φθινόπωρο σ᾿ αὐτὴ τὴ γούβα
κακοφορμίζει τὴν πληγὴ τοῦ καθενός μας
ἢ αὐτὸ ποὺ θὰ ᾿λεγες ἀλλιῶς, νέμεση μοίρα
ἢ μοναχὰ κακὲς συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη,
ἢ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων.
Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους·
ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο·
χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἕνα ἄσπρο στῆθος
μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας
καὶ πόδια ποὺ θὰ τρέχανε, κι ἂς εἶναι τόσο κουρασμένα,
στὸ παραμικρὸ σφύριγμα τοῦ κέρδους.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακὸς καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο,
ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο, ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἀπλώνουν·
σὰν ἔρθει ὁ θέρος
προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ᾿ ἄλλο χωράφι·
σὰν ἔρθει ὁ θέρος
ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ
ἄλλοι μπερδεύουνται μὲς στ᾿ ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητο-
ρεύουν.
Ἀλλὰ τὰ ξόρκια τ᾿ ἀγαθὰ τὶς ρητορεῖες,
σὰν εἶναι οἱ ζωντανοὶ μακριά, τί θὰ τὰ κάνεις;
Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα;
Μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή;
Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.
Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε.
Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμάλωτου
τὴ σκέψη
τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατάντησε κι αὐτὸς πραμάτεια
δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δὲν μπορεῖς.
Ἴσως καὶ νὰ ᾿θελε νὰ μείνει βασιλιὰς ἀνθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανεὶς δὲν ἀγοράζει,
νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων
ν᾿ ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο τοῦ μπαμποῦ,
καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Ὅμως ὁ τόπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τὸν καῖνε σὰν
τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις
εἴτε στὸ σκοτεινὸ βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες καὶ νύχτες
εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θὰ βουλιάξει καθὼς τὸ δεί-
χνουν οἱ στατιστικές,
ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν
ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες με τὰ δέντρα ἐκεῖνα
ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση
κι αὐτὰ καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεῦγες καὶ λεῦγες·
ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας.
Κι ἂ σου μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς
εἶναι γιατὶ τ᾿ ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη
δὲν κουβεντιάζεται γιατὶ εἶναι ζωντανὴ
γιατὶ εἶναι ἀμίλητη καὶ προχωράει·
στάζει τὴ μέρα, στάζει στὸν ὕπνο
μνησιπήμων πόνος.
Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης
ποὺ ἔφυγε μ᾿ ἀνοιχτὲς πληγὲς ἀπ᾿ τὸ νοσοκομεῖο
ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη
ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μὲς στὴ συσκοτισμένη πολιτεία,
οὔρλιαζε ψηλαφώντας τὸν πόνο μας· «Στὰ σκοτεινὰ
πηγαίνουμε, στὰ σκοτεινὰ προχωροῦμε...»
Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσουν.
Α ρε Γιώργο μας έφτιαξες και σήμερα...
Πολύ σημαντικό αυτό το αφιέρωμα στον νομπελίτστα ποιητή μας και μια από τις λαμπρότερες προσωπικότητες της Ελληνικής λογοτεχνίας!
οι εικόνες πράγματι εξαιρετικές
ταιριάζουν απόλυτα με τις μνήμες μου
αν είναι δικό σου έργο τότε είσαι αληθινός δημιουργός
το ποίημα το γνωρίζω, είναι ασπρόμαυρο και θαυμάσιο
...συγχαρητηρια για το upload, δεν έχω λόγια.!
ευχαριστώ πάρα πολύ..Υπέροχο, να είσαι καλά..!!!
Οταν βιώνεις την καταστροφή και την θέλεις να την αναφέρεις πρέπει να σεβαστούμε τον θάνατο και την το αίσθημα που εδωσαν οι πρόγονοι μας
Είναι και αυτός ένας ειρμός σκέψης..ένας τρόπος να αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς δύσκολα,σε ώρες όπου δεν βαστάς..
μπράβο Γιώργο
Εξαιρετική η παρουσίαση!
Εξαιρετικό βίντεο.....!!!!!
Great stuff!
!!! klio papa !!!
I came here cause of a friends’ suggestion
I need the background of the story......